- κοσκινόρινος
- κοσκῐνό-ρῑνος (-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσκινόρινος — κοσκινόρινος, ὁ (Α) (για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό ρρινος, μελά ρρινος] … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek